- κοντακιανός
- η , ό небольшого роста, имеющий малый рост
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοντακιανός — ή, ό κάπως κοντός, κοντούτσικος, μικρού αναστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) «βραχύς» κατά τα μτγν. επίθ. λεπτ ακ ινός, μαλθ ακ ινός, και με επίδραση τών επιθέτων σε ανός] … Dictionary of Greek
κοντακιανός — ή, ό αυτός που έχει κοντό ανάστημα, κοντόσωμος, κοντούτσικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… … Dictionary of Greek